υποδάμναμαι

υποδάμναμαι
Α
βλ. ὑποδάμνημι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)-* + δάμναμαι «δαμάζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • υποδάμνημι — και αιολ. υποδάμναμι, Α 1. μέσ. ὑποδάμναμαι υποτάσσω, κυριεύω («ἔρως φρένας ὑποδάμναται», Θεόκρ.) 2. παθ. α) υποτάσσομαι, καταβάλλομαι β) (για γυναίκα) υποκύπτω, παραδίνομαι σε άντρα γ) (για άντρα) δαμάζομαι, κυριεύομαι από τον έρωτα 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”